ἐπωνυμίας

ἐπωνυμίας
ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος
called after
fem acc pl
ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος
called after
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία
derived
fem acc pl
ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία
derived
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Rudolf Hercher — (* 11. Januar 1821 in Rudolstadt; † 26. März 1878 in Berlin) war ein deutscher klassischer Philologe, der als Gymnasiallehrer in Rudolstadt (1847–1859) und Berlin (1861–1878) wirkte. Er ist besonders als Konjekturalkritiker verschiedener… …   Deutsch Wikipedia

  • Georges Chrysococcès — est un médecin et astronome byzantin du XIVe siècle. Sommaire 1 Biographie 2 Homonymie 3 Notes et références 4 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • MARIA — I. MARIA Angliae Regina. Filia Henrici VIII. ex Catharina Arragonia, Eduardo VI. non sine veneni suspicione exstincto, successit A. C. 1553. Iohannâ Suffolciâ, quam Rex heredem scripserat, cum marito et socero Dudlaeo, aliisque, capite plexâ. Mox …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • λογότυπος — ο τυποποιημένη γραφιστική μορφή μιας εμπορικής επωνυμίας, τής ονομασίας ενός οργανισμού, τού τίτλου μιας εφημερίδας κ.λπ., που μπορεί να συνδυάζει γράμματα και σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. logotype < αρχ. λόγο(ς) + τύπος] …   Dictionary of Greek

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • συναλλοτριώ — όω, ΜΑ [ἀλλοτριῶ] αλλοτριώνω, αποξενώνω κάτι από κάτι άλλο ταυτόχρονα («ὁ τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ἀμέτοχος καὶ τῆς τοῡ ἀγαθοῡ ἐπωνυμίας συναλλοτριοῡται», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”